- αγεωμέτρητος
- ος , ον не знающий геометрии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγεωμέτρητος — ignorant of geometry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… … Dictionary of Greek
αγεωμέτρητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία, μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεωμετρήτως — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry adverbial ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητον — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc sg ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτοις — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτου — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτους — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμετρήτων — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητα — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωμέτρητοι — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)